- υλοφάγος
- -ον, Α1. αυτός που τρέφεται στα δάση2. αυτός που τρώγει τα τρυφερά μέρη τής βλάστησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑλοφάγος — feeding in the woods masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοφάγα — ὑλοφάγος feeding in the woods neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοφάγοι — ὑλοφάγος feeding in the woods masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοφάγοιο — ὑλοφάγος feeding in the woods masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοφάγου — ὑλοφάγος feeding in the woods masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοφάγων — ὑλοφάγος feeding in the woods masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek